- καΐλα
- ηβλ. καήλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καΐλα — η θέρμη, καούρα, μεγάλη επιθυμία: Έχει μεγάλη καΐλα να παντρευτεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
καήλα — και καΐλα, η 1. το συναίσθημα από την καύση, καύμα, κάψιμο 2. υπερβολική ατμοσφαιρική θερμότητα, καύσωνας 3. φλόγωση, θέρμη, πυρετός 4. ισχυρό λυπηρό συναίσθημα, στενοχώρια 5. σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκάη (αόρ. τού καίομαι) +… … Dictionary of Greek
Kayla — Infobox Given Name Revised name = KAYLA imagesize= caption= pronunciation= K lah gender = Female meaning = Pure And Beloved region = origin = Greek related names = Kayla is a female given name, meaning Purity in Greek (Καίλα). cite web… … Wikipedia
κάψιμο — το 1. η καύση, η αποτέφρωση, η απανθράκωση 2. το οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος από την επαφή γυμνού μέρους τού σώματός του με τη φωτιά ή με καυστική ουσία 3. το σημάδι από έγκαυμα («ακόμη φαίνεται το κάψιμο τού χεριού») 4. το δυσάρεστο… … Dictionary of Greek
καούρα — ή 1. η αίσθηση τού καυστικού, το κάψιμο, η καΐλα 2. φαγούρα, κνησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κα τού καίω + κατάλ. ούρα (πρβλ. θολ ούρα, χαιρετ ούρα)] … Dictionary of Greek
καψίλα — η βλ. καΐλα … Dictionary of Greek
σκορδοκαΐλα — η, Ν 1. αίσθημα καυστικό που δοκιμάζει κανείς όταν τρώει ή όταν χωνεύει σκόρδα 2. φρ. «σκορδοκαΐλα μου», ή «σκορδοκαΐλα μ έπιασε» μτφ. δεν δίνω δεκάρα, δεν μού καίγεται καρφί, δεν μέ ενδιαφέρει καθόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + καΐλα (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
Ελόρα — (Ellora). Οικισμός της Ινδίας στο κρατίδιο Μαχαράστρα, σε απόσταση 30 χλμ. από την πόλη Αουρανγκαμπάντ. Κοντά στον οικισμό βρίσκεται ο ομώνυμος αρχαιολογικός χώρος, με μνημεία βουδιστικής, βραχμανικής και τζαϊνικής θρησκείας. Οι ναοί της Ε. είναι … Dictionary of Greek
πύρωση — η 1. η πράξη του πυρώνω και το αποτέλεσμα, η πυράκτωση. 2. αίσθημα καυτερό, τσούξιμο του φάρυγγα, αλλ. καΐλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)